πικρότητας

πικρότητας
πικρότης
pungency
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγγενώ — ἐγγενῶ ( άω) (Α) γεννώ, προξενώ («τῷ σώματι τὴν ἀσιτίαν ἐγγενᾱν δριμύτητας καὶ πικρότητας» η ασιτία προξενεί αισθήματα δριμύτητας και πικρότητας στον οργανισμό) …   Dictionary of Greek

  • εκπίκρωσις — ἐκπίκρωσις, η (Α) αίσθηση έντονης πικρότητας …   Dictionary of Greek

  • κακοπραγία — η (AM κακοπραγία) [κακοπραγώ] το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ) μσν. κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.) αρχ. 1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”